ηλιοχάραξη

ηλιοχάραξη
η
γενικός χαρακτηρισμός τών μεθόδων που χρησιμοποιούνται για τη λήψη με φωτομηχανικές μεθόδους χαραγμένων τύπων, καθώς και τών μεθόδων εκτύπωσης που χρησιμοποιούν τους τύπους αυτούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. heliogravure < helio- (πρβλ. ηλιο-*) + gravure «χαρακτική»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… …   Dictionary of Greek

  • κλισέ — (γαλλ. cliché). Όρος που χρησιμοποιείται στην τυπογραφία και στη φωτογραφική τέχνη. Χαρακτηρίζει μια στερεή, επίπεδη ή κυλινδρική πλάκα από τσίγκο, χαλκό, μπρούντζο ή συνθετική ύλη, πάνω στην οποία είναι αποτυπωμένη η απεικόνιση του πρωτότυπου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”