- ηλιοχάραξη
- ηγενικός χαρακτηρισμός τών μεθόδων που χρησιμοποιούνται για τη λήψη με φωτομηχανικές μεθόδους χαραγμένων τύπων, καθώς και τών μεθόδων εκτύπωσης που χρησιμοποιούν τους τύπους αυτούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. heliogravure < helio- (πρβλ. ηλιο-*) + gravure «χαρακτική»].
Dictionary of Greek. 2013.